- ἀπογόνου
- ἀπόγονοςbornmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άκτωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηιόνα και της κόρης του Ξούθου Διομήδη. Ο Ά. απέκτησε τον Μενοίτιο από την Αίγινα, κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Μενοίτιος ήταν ο πατέρας του Πατρόκλου. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, γιος… … Dictionary of Greek
άκτωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηιόνα και της κόρης του Ξούθου Διομήδη. Ο Ά. απέκτησε τον Μενοίτιο από την Αίγινα, κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Μενοίτιος ήταν ο πατέρας του Πατρόκλου. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, γιος… … Dictionary of Greek
θυγατερεΐς — θυγατερεΐς, ἡ (Α) επιγρ. η θυγατέρα τής κόρης, η εγγονή από κόρη, αλλ. θυγατριδή*. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατερ εΐς< θ. θυγατέρ τού θυγάτηρ (πρβλ. αιτ. θυγατέρα) + κατάλ. εΐς, δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. Νηρ εΐς)] … Dictionary of Greek
θυγατριδή — θυγατριδῆ, ἡ (Α) η κόρη τής θυγατέρας, η εγγονή από θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδῆ < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + κατάλ. ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση), δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. αδελφ ιδή)] … Dictionary of Greek
θυγατριδεύς — θυγατριδεύς, ὁ (Α) επιγρ. ο γιος τής θυγατέρας, ο εγγονός από κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδεύς< θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρός, δοτ. θυγατρί) + κατάλ. ιδεύς, δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. λεοντ ιδεύς, πελαργ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
θυγατριδούς — θυγατριδοῡς και θυγατρίδης, ὁ (Α) βλ. θυγατριδεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδοῦς < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + κατάλ. ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. αδελφ ιδούς)] … Dictionary of Greek
πενθεριδούς — oῡ, ὁ, Μ πενθεριδεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση δηλωτική απογόνου), πρβλ. θυγατρ ιδούς] … Dictionary of Greek
υϊδούς — και υἱϊδοῡς, οῡ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α ο γιος τού γιου, ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. ιδεύς / ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση) / ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατρ … Dictionary of Greek
Αγώριος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δαμοσίου, απόγονου του Αγαμέμνονα. Θεωρείται συνοικιστής της Ήλιδας μαζί με τον Όξυλο, έπειτα από χρησμό του Μαντείου των Δελφών … Dictionary of Greek
Αιγέας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, γιος του Πανδίωνα και της Πυλίας και πατέρας του Θησέα, τον οποίο απέκτησε από την τρίτη γυναίκα του Αίθρα. Το όνομά του συνδέεται με το Αιγαίο πέλαγος, στο οποίο θεωρείται ότι έπεσε,… … Dictionary of Greek